ποδάνιπτρον

ποδάνιπτρον
ποδᾰ-νιπτρον, τό,
A water for washing the feet in, mostly pl., Od.19.504; π. ποδῶν ib.343: sg.,

π. ἐκχεῖν Ar.Fr.306

; dub. in Com.Adesp.35 (cod. Et.Gen.):—later [full] ποδόνιπτρον, Ph.2.472, J.AJ 8.2.5, Iamb.Protr.21.ιά.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποδάνιπτρον — water for washing the feet in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάνιπτρον — τὸ, Α νερό για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου *ποδαπό νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον… …   Dictionary of Greek

  • ποδάνιπτρα — ποδάνιπτρον water for washing the feet in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτήρ — και ποδονιπτήρ, ῆρος, ὁ, Α λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον*, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

  • ποδόνιπτρον — τὸ, Μ λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποδάνιπτρον] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”